υποκαλιαιμικός

υποκαλιαιμικός
-ή, -ό, Ν [υποκαλιαιμία]
(βιολ.-ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποκαλιαιμία ή οφείλεται σε αυτήν («υποκαλιαιμική οικογενής περιοδική παράλυση»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”